- τυποτηλεγραφία
- η телетайп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυποτηλεγραφία — η, Ν παλαιός όρος για την τηλετυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typotelegraphy (τύπος + τηλεγραφία)] … Dictionary of Greek
τυποτηλεγραφικός — ή, ό, Ν [τυποτηλεγραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυποτηλεγραφία. επίρρ... τυποτηλεγραφικά Ν με τυποτηλεγραφικό τρόπο … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek